- χορταριασμένος
- yosunlu, yosun tutmuş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Андруцос, Одиссей — Одиссей Андруцос греч. Οδυσσέας Ανδρούτσος … Википедия
γρασιδωτός — ή, ό χορταριασμένος … Dictionary of Greek
χορταρώδης — ες, Ν (λόγιος τ.) γεμάτος χόρτο, χορταριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορτάρι. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1895 στο περιοδικό Φοίβος] … Dictionary of Greek
χορταριάζω — χορταριάζω, χορτάριασα, χορταριασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χορταριάζω — χορτάριασα, χορταριασμένος, βγάζω χορτάρια, γεμίζω χορτάρια: Η αυλή μας χορτάριασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορταριαστός — ή, ό χορταριασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)